Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀταλὰ φρ

См. также в других словарях:

  • ἀταλά — ἀταλός tender neut nom/voc/acc pl ἀταλά̱ , ἀταλός tender fem nom/voc/acc dual ἀταλά̱ , ἀταλός tender fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ατάλα — (Αστρον.). Αστεροειδής, αστρικού μεγέθους κατά τη μέση αντίθεσή του 12,2 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 8,1 από τον Ήλιο. Επισημάνθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1875 …   Dictionary of Greek

  • ἀταλάς — ἀταλά̱ς , ἀταλός tender fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζιροντέ Τριοζόν, Αν Λουί — (Anne Louis Girodet Trioson, Μονταρζί 1767 – Παρίσι 1824). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ζωγράφου Αν Λουί Ζιροντέ ντε Ρουί. Παρότι υπήρξε μαθητής του Ζακ Λουί Νταβίντ, απομακρύνθηκε από το νεοκλασικό πνεύμα του δασκάλου του, προοιωνιζόμενος… …   Dictionary of Greek

  • АТАЛАНТА —     I.    • Atalanta,          Άταλαντη,        1. небольшой остров в Опунтском заливе близ берега; н. Таландонизи. Thuc. 2, 32. 3, 89. 5, 18;        2. островок между Аттикой и Саламином на юго западе от Пситталеи;        3. македонский город… …   Реальный словарь классических древностей

  • АТАЛАНТА —     I.    • Atalanta,          Άταλαντη,        1. небольшой остров в Опунтском заливе близ берега; н. Таландонизи. Thuc. 2, 32. 3, 89. 5, 18;        2. островок между Аттикой и Саламином на юго западе от Пситталеи;        3. македонский город… …   Реальный словарь классических древностей

  • αταλάφρων — ἀταλάφρων, ον (Α) (για παιδιά) τρυφερός, ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταλάφρων θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «αταλά φρονέων», με α συνθετικό το επίθ. αταλός* στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

  • αταλός — ἀταλός, ή, όν (Α) Ι. 1. (για νεαρής ηλικίας πρόσωπα ή ζώα) ανάλαφρος, λεπτός, ευαίσθητος 2. νεανικός, ζωηρός 3. τρυφερός, στοργικός 4. υπάκουος, ευπειθής II. επίρρ. ἀταλῶς («ἀταλώτατα παίζει») χορεύει πιο ανάλαφρα στην επιγραφή του Διπύλου).… …   Dictionary of Greek

  • φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»